- εξαμώ
- ἐξαμῶ, -άω (Α) [αμώ]1. θερίζω, κόβω εντελώς από τη ρίζα, δρέπω («σπείρων...κἀξαμῶν ἅπαξ», Σοφ.)2. μτφ. κατασπαράζω, κατακόβω, καταξεσχίζω («τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ' ἐξαμήσω», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμάρα — I (amara). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, πάνω σε διάφορα φυτά. Είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και έχουν ελλειψοειδές σώμα, με δύο νηματοειδείς κεραίες στο κεφάλι … Dictionary of Greek